προκαταλαμβάνω

προκαταλαμβάνω
ΝΜΑ
(κυρίως για στρατιωτική δύναμη) καταλαμβάνω εκ τών προτέρων ή πριν από άλλους (α. «ο λόχος μας διατάχθηκε να προκαταλάβει το ύψωμα» β. «ἐβούλοντο τὴν Πλάταιαν αἰεὶ σφίσι διάφορον οὖσαν ἔτι ἐν εἰρήνῃ τε καὶ τοῡ πολέμου μήπως φανεροῡ καθεστῶτος προκαταλαβεῑν», Θουκ.)
νεοελλ.
1. μτφ. πείθω κάποιον να σχηματίσει μια γνώμη για ένα θέμα εκ τών προτέρων, πριν να τό μελετήσει, προδιαθέτω, προϊδεάζω («μην προκαταλαμβάνεσαι από τις διαδόσεις»)
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) προκατειλημμένος
αυτός που είναι εκ τών προτέρων διατεθειμένος για κάποιον ή κάτι, και συνήθως δυσμενώς, ο επηρεασμένος εκ τών προτέρων, μεροληπτικός
αρχ.
1. προκατέχω
2. επέρχομαι αιφνιδίως («τοῡ χειμῶνος προκαταλαβόντος [αὐτόν]», Πολ.)
3. καταβάλλω εκ τών προτέρων
4. κερδίζω για τον εαυτό μου εκ τών προτέρων, προσελκύω
5. εξασφαλίζω
6. δένω ασφαλώς και στερεά
7. μτφ. α) προλαβαίνω και ματαιώνω («προκαταλαμβάνειν ὅπως μηδ' ἐς ἐπίνοιαν τούτου ἴωσι» Θουκ.)
β) (για προσ.) επέρχομαι αιφνιδίως, προλαβαίνω («δείσαντες προκαταλαβεῑν ἐβούλοντο»)
8. παθ. προκαταλαμβάνομαι
α) προλαβαίνω κάτι με τον λόγο, διαπραγματεύομαι εκ τών προτέρων («χαλεπόν ἐστιν ὕστατον ἐπελθόντα λέγειν περὶ πραγμάτων πάλαι προκατειλημμένων», Ισοκρ.)
β) γίνομαι κατανοητός πριν από κάποιον ή από κάτι άλλο («προκαταλαμβάνεται τὸ σημεῑον τοῡ σημειωτοῡ», Σέξτ. Εμπ.)
γ) (για γεγονότα) ορίζομαι εκ τών προτέρων («προκαταλαμβάνομαι ὑπὸ τῆς εἱμαρμένης», Διογεν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προκαταλαμβάνω — προκαταλαμβάνω, προκατέλαβα, προκατειλημμένος βλ. πίν. 165 Σημειώσεις: προκαταλαμβάνω : η μτχ. προκατειλημμένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο (→ αυτός που δείχνει προκατάληψη) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προκαταλαμβάνω — seize beforehand pres subj act 1st sg προκαταλαμβάνω seize beforehand pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαταλαμβάνω — προκατάλαβα και προκατέλαβα, προκατειλημμένος 1. καταλαμβάνω από πριν. 2. μτφ., προδιαθέτω κάποιον στο σχηματισμό γνώμης: Είναι προκατειλημμένος εναντίον μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προκατειλημμένα — προκαταλαμβάνω seize beforehand perf part mp neut nom/voc/acc pl προκατειλημμένᾱ , προκαταλαμβάνω seize beforehand perf part mp fem nom/voc/acc dual προκατειλημμένᾱ , προκαταλαμβάνω seize beforehand perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαταλαβόν — προκαταλαμβάνω seize beforehand aor part act masc voc sg προκαταλαμβάνω seize beforehand aor part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαταλαβόντα — προκαταλαμβάνω seize beforehand aor part act neut nom/voc/acc pl προκαταλαμβάνω seize beforehand aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαταλαβόντων — προκαταλαμβάνω seize beforehand aor part act masc/neut gen pl προκαταλαμβάνω seize beforehand aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαταλαμβανομένων — προκαταλαμβάνω seize beforehand pres part mp fem gen pl προκαταλαμβάνω seize beforehand pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαταλαμβανόμενον — προκαταλαμβάνω seize beforehand pres part mp masc acc sg προκαταλαμβάνω seize beforehand pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαταλαμβανόντων — προκαταλαμβάνω seize beforehand pres part act masc/neut gen pl προκαταλαμβάνω seize beforehand pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”